πολιτικοοικονομικός

πολιτικοοικονομικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ταυτόχρονα στην πολιτική και στην οικονομία
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολιτική οικονομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικός + οικονομικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”